δαμαζόμενα

δαμαζόμενα
δαμάζω
overpower
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαμαζομένας — δαμαζομένᾱς , δαμάζω overpower pres part mp fem acc pl δαμαζομένᾱς , δαμάζω overpower pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαζομέναν — δαμαζομένᾱν , δαμάζω overpower pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροήθης — όηθες, Α 1. (για ζώο) συνηθισμένος στα χέρια κάποιου, εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να μεταχειριστεί, ήμερος (α. «πολλὰ τῶν ἀγρίων ζῴων δαμαζόμενα γίνονται χειροήθη», Διόδ. Σικ. β. «ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”